- πυλών (-ώνας)
- Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα η εξωτερική είσοδος, η κύρια πύλη ανακτόρων ή ναών. Πολλές φορές, ο π. ήταν χωρισμένος από την κύρια οικοδομή και σχημάτιζε ένα είδος προπυλαίων ή εξωτερικής πύλης. Π., στον πληθυντικό, ονομάζονταν οι δυο γωνιαίοι πύργοι των αιγυπτιακών ναών και ανακτόρων. Π. εξάλλου έχουν και πολλοί ναοί των Ινδιάνων, μνημειακής αρχιτεκτονικής.
Ό,τι απέμεινε από τον πυλώνα του ναού του Κάστορα και του Πολυδεύκη στην αγορά της αρχαίας Ρώμης (6ος μ.Χ. αι.).
Dictionary of Greek. 2013.